τυποβαφή

τυποβαφή
η, Ν
η αποτύπωση ενός σχεδίου πάνω σε ύφασμα με τη χρήση χρωστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + βαφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυποβαφική — ή τυποβαφία, η, Ν (υφαντ. χημ.) μέθοδος βαφής κατά την οποία χρωματίζονται ορισμένα τμήματα υφάσματος ή ολόκληρο το ύφασμα, με διάφορα όμως χρώματα, ώστε να σχηματίζονται ποικίλα σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυποβαφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”